- πάχτωμα
- τοβλ. πάκτωμα (II).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πάκτωμα — (I) και πάχτωμα, το [πακτώνω (Ι)] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πακτώνω, εξασφάλιση τής σταθερότητας αντικειμένου με κατάλληλη συσκευασία, δέσιμο ή έμπηξη στο έδαφος, η στερέωση 2. (ιδίως σχετικά με πλοίο) καλαφάτισμα. (II) και πάχτωμα, το… … Dictionary of Greek